- Φαύλλου
- Φαΰλλου , Φάϋλλοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φάλαικος — Ένας από τους τέσσερις μεγάλους στρατηγούς των Φωκέων στη διάρκεια του Γ’ Ιερού πολέμου. Ήταν γιος του Ονόμαρχου και διάδοχος, στη διακυβέρνηση της φωκικής πολιτείας, του θείου του Φάυλλου. Προκειμένου να πληρώσει τους μισθοφόρους του και να… … Dictionary of Greek